ἐπερείσῃ

ἐπερείσῃ
ἐπερείσηι , ἐπέρεισις
pressure
fem dat sg (epic)
ἐπερείδω
drive against
aor subj mid 2nd sg
ἐπερείδω
drive against
aor subj act 3rd sg
ἐπερείδω
drive against
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επέρειση — η (AM ἐπέρεισις) [επερείδω] στήριξη αρχ. 1. (για αίσθημα) σύγκρουση 2. διεύθυνση βλέμματος …   Dictionary of Greek

  • αποτζιατούρα — η ή επέρειση, η μουσ. καλλωπιστικός φθόγγος που έχει επεκταθεί και στη συγχορδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. appoggiatura, τ. με κυριολεκτική σημασία «στήριξη, στήριγμα» < ρ. appoggiare «στηρίζω, υποστηρίζω, ακουμπώ» < (δημ. λατ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”